δαχτυλιδάκι

δαχτυλιδάκι
το
1. μικρό δαχτυλίδι
2. παιχνίδι συντροφιάς παρακαθημένων, όπου ένα δαχτυλίδι περιφέρεται κρυφά από χέρι σε χέρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δαχτυλιδάκι — το μικρό δαχτυλίδι: Όταν ήμουν μικρή, ο νονός μου μου αγόρασε ένα δαχτυλιδάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δακτυλιδάκι — το βλ. δαχτυλιδάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”